- αυτοτέλεια
- η (Α αὐτοτέλεια) [αυτοτελής]νεοελλ.αυθυπαρξία, ανεξαρτησίααρχ.άκρα τελειότητα, εντέλεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτοτελείᾳ — αὐτοτελείᾱͅ , αὐτοτέλεια perfection fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοτέλεια — perfection fem nom/voc sg αὐτοτέλειος self complete neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοτελείας — αὐτοτελείᾱς , αὐτοτέλεια perfection fem acc pl αὐτοτελείᾱς , αὐτοτέλεια perfection fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοτέλειαν — αὐτοτέλεια perfection fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλλάτιος, Λέων — (Χίος 1587 – Ρώμη 1669).Θεολόγος και φιλόλογος, από τους πιο σπουδαίους Έλληνες λόγιους της τουρκοκρατίας. Γεννήθηκε στη Χίο από ορθόδοξους γονείς, αλλά υπό την επιρροή του καθολικού θείου του, που ήταν και ο πρώτος του δάσκαλος, άρχισε να… … Dictionary of Greek
αυτοτελής, -ής — ές γεν. ούς, ή, πληθ. ουδ. ή, αυθύπαρκτος, ανεξάρτητος. Ουσ. αυτοτέλεια, η ανεξαρτησία: Είχε πια αυτοτέλεια και μπορούσε να κανονίζει ο ίδιος τη ζωή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
Όσκαρ — I (Oscar). Όνομα βασιλιάδων της Σουηδίας και της Νορβηγίας. 1. Ό. Α’ (Παρίσι 1799 – 1859). Ήταν γιος του Γάλλου στρατηγού Μπερναρντότ. Όταν αργότερα ο πατέρας του έγινε βασιλιάς της Σουηδίας και της Νορβηγίας με το όνομα Κάρολος ΙΔ’ τον ονόμασε… … Dictionary of Greek
Όσκαρ — I (Oscar). Όνομα βασιλιάδων της Σουηδίας και της Νορβηγίας. 1. Ό. Α’ (Παρίσι 1799 – 1859). Ήταν γιος του Γάλλου στρατηγού Μπερναρντότ. Όταν αργότερα ο πατέρας του έγινε βασιλιάς της Σουηδίας και της Νορβηγίας με το όνομα Κάρολος ΙΔ’ τον ονόμασε… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek